- κυπρίνος
- (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις υπόλοιπες ηπείρους, λόγω της οικονομικής του σημασίας. Πράγματι –ανεξάρτητα από τη ζήτησή του, η οποία είναι μικρότερη σε σύγκριση με τα άλλα ψάρια– ο κ. θεωρείται πολύ καλή τροφή· επιπλέον χάρη στην εξαιρετική του γονιμότητα, η οποία ξεπερνάει τα 100.000 αβγά ανά θηλυκό άτομο, και των ελάχιστων απαιτήσεών του είναι ιδιαίτερα κατάλληλο ψάρι για εκτροφή.
Ο κ. αναγνωρίζεται από τα μικρά μάτια του, τα παχιά χείλη με μύστακες σε κάθε πλευρά του στόματος, τα μεγάλα λέπια και τα σαφώς διαχωρισμένα αγκάθια στα ραχιαία και εδρικά πτερύγια. Γενικά, έχει μήκος 50-60 εκ. και βάρος 2-3 κιλά· ορισμένα όμως δείγματα μπορούν να ξεπεράσουν σε μήκος το 1,20 μ. και σε βάρος τα 25 κιλά. Το χρώμα του ποικίλλει, αλλά συνήθως είναι πράσινο έως ασημόγκριζο στη ράχη και ασημένιο-κίτρινο κοιλιακά. Οι μικροί κ. λόγω του χρώματός τους μπορεί να μπερδευτούν με τα χρυσόψαρα Carassius auratus, αν και τα τελευταία δεν έχουν μύστακες.
Ο κ. είναι παμφάγος και τρέφεται κυρίως με μικροσκοπικά φύκη, τροχόζωα και καρκινοειδή· επειδή το στόμα του δεν έχει δόντια, τη μάσηση της τροφής εκτελούν μικροί οστεώδεις σχηματισμοί, διατεταγμένοι σε τρεις σειρές στον φάρυγγα. Ζει στα λιμνάζοντα ή στα βραδέως ανακυκλούμενα νερά. Τον χειμώνα –ιδιαίτερα όταν η θερμοκρασία του νερού πέσει κάτω από τους 10°C– ο κ. παραμένει ακίνητος και νηστικός στον βυθό. Κατά την περίοδο αυτή παρατηρείται επίσης στασιμότητα στην ανάπτυξή του.
Εκτός από τον κοινό κ. υπάρχουν και μερικές άλλες ποικιλίες: ο κ. ο λαμπρός χαρακτηρίζεται από αστραφτερά λέπια, τα οποία είναι πιο μεγάλα σε μέγεθος από τα κανονικά και είναι διατεταγμένα πλευρικά σε 2-3 σειρές· ο κ. ο γυμνός, ο οποίος μερικές φορές δεν έχει καθόλου λέπια· τέλος, ο κ. ο χρυσόχρωμος, ο οποίος συναντάται στην Ιαπωνία, προήλθε από επιλογή και ονομάζεται χιγκ-γκόι.
Στην Ελλάδα ο κ. είναι γνωστός με τις ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι και αλιεύεται σε μεγάλες ποσότητες στις λίμνες Καστοριάς, Βόλβης κ.α. καθώς και στα ποτάμια. Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες, η εκτροφή του δεν παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Μεταξύ άλλων, τα ψάρια αυτά είναι ωφέλιμα και στη ρυζοκαλλιέργεια, γιατί καταστρέφουν υδρόβια φυτά και ζώα που προξενούν ζημιές στους ορυζώνες. Μια εγκατάσταση εκτροφής κ. περιλαμβάνει μια όχι πολύ βαθιά περιοχή λιμνάζοντος νερού (υδροστάσιο), στην οποία πραγματοποιείται το ζευγάρωμα. Όταν η θερμοκρασία στις αρχές του καλοκαιριού φτάσει τους 20°C, εισάγονται σε αυτήν τα θηλυκά άτομα, που αποθέτουν πολλά αβγά, και ένας περίπου διπλάσιος αριθμός αρσενικών. Ύστερα από 4-6 ημέρες επώασης γεννιούνται τα μικρά ψαράκια που συλλέγονται και τοποθετούνται σε άλλο υδροστάσιο του πρώτου και δεύτερου καλοκαιριού –όπως ονομάζεται– όπου εκτρέφονται με πλαγκτόν. Οι ηλικίας 2 ετών κ. τοποθετούνται σε άλλα υδροστάσια, όπου παραμένουν το πολύ μέχρι το τρίτο καλοκαίρι. Η συλλογή των ενηλίκων κ. γίνεται τον χειμώνα, όταν τα ψάρια είναι ναρκωμένα από το κρύο, με αποστράγγιση του τέλματος, οπότε όλοι οι κ. συγκεντρώνονται σε μια τάφρο που έχει ανοιχτεί προηγουμένως και εκεί συλλαμβάνονται με τα χέρια ή με μικρά δίχτυα.
Ο κυπρίνος, ψάρι του γλυκού νερού, μπορεί να εκτραφεί αποδοτικά σε ειδικές εγκαταστάσεις.
* * *ο (AM κυπρῑνος)γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος* + -ῖνος (πρβλ. ερυθρ-ίνος)ο σχηματισμός τής λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα τού χρώματος τού ψαριού με το χρώμα τού φυτού].
Dictionary of Greek. 2013.